Νεεμίας

Νεεμίας
I
(5ος αι. π.Χ.). Ισραηλίτης κυβερνήτης των Ιουδαίων μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Μερίμνησε για την ανέγερση των τειχών της Ιερουσαλήμ και μεταρρύθμισε την εκεί ιουδαϊκή κοινότητα. Στην Ιουδαία, όπου στάλθηκε ως διοικητής της (περίπου το 444 π.Χ.), χρημάτισε αρχιοινοχόος του βασιλιά Αρταξέρξη του μακρόχειρα. Στη θρησκευτική διοργάνωση της ιουδαϊκής κοινότητας, τον βοήθησε πολύ ο ιερέας και γραμματέας της Έσδρας.
II
Τίτλος βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης. Εκτός από τα απομνημονεύματα του N., περιέχει και άλλα κείμενα η πατρότητα των οποίων αμφισβητείται. Πολλοί μάλιστα θεολόγοι υποστηρίζουν ότι είναι κείμενα του συγγραφέα των Παραλειπόμενων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ветхий Завет — «Ветхий Завет», он же «Еврейская Библия» (Танах),  общее Священное Писание иудаизма и христианства. В данной статье рассматривается его изложение в христианской традиции. Подход еврейской традиции см. в статье «Танах» Библия …   Википедия

  • Книги Библии — Библия …   Википедия

  • ВЗ — «Ветхий Завет», он же «Еврейская Библия» (Танах),  общее Священное Писание иудаизма и христианства. В данной статье рассматривается его изложение в христианской традиции. Подход еврейской традиции см. в статье «Танах» Библия     Портал Библия …   Википедия

  • Ветхий завет — «Ветхий Завет», он же «Еврейская Библия» (Танах),  общее Священное Писание иудаизма и христианства. В данной статье рассматривается его изложение в христианской традиции. Подход еврейской традиции см. в статье «Танах» Библия     Портал Библия …   Википедия

  • αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… …   Dictionary of Greek

  • Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαδδούα — (4ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος Ιουδαίος αρχιερέας, σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Νεεμίας ιβ’ 11). Ο αδελφός του, Ι. Μανασσής, είχε παντρευτεί τη Νικασό, κόρη του διοικητή της Σαμάρειας, Σαναβαλέτη. Όταν οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ τού ζήτησαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”